πολυφαγάς

πολυφαγάς
ο, θηλ. πολυφαγού, ουδ. -άδικο, Ν
αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή αυτός που τρώει πολύ συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φαγάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άμπακας — και ακος ο πίνακας, πλάκα. Σε μερικές φράσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλησμονή, πληθώρα πρβλ. «ξέρει τον άμπακα», είναι πολύξερος «τρώει τον άμπακα» είναι πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. abbaco «βιβλίο αριθμητικής» < λατ. abacus… …   Dictionary of Greek

  • ζαφάγος — ζαφάγος, ον (Α) γαστρίμαργος, κοιλιόδουλος, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φαγος (< φαγείν απρμφ. αορ. β τού εσθίω), πρβλ. παμφάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυτρώκτης — ὁ, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • πολυφάγος — ο / πολυφάγος, ον, ΝΑ, και πολύφαγος, η, ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, ον, Α αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος (μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και… …   Dictionary of Greek

  • πολύγραος — ον, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γραος (< γράω «τρώω»)] …   Dictionary of Greek

  • πολύσιτος — ον, Α 1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.) 2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σῖτος (πρβλ. ολιγό σιτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”